- εναντιωματικός
- -ή, -ό (AM ἐναντιωματικός, -ή, -όν)γραμμ. (για σύνδ., πρότ. ή μτχ.) αυτός που δηλώνει αντίθεση, εναντίωση («εναντιωματικοί σύνδεσμοι», «εναντιωματικές προτάσεις», «εναντιωματικές μετοχές»)μσν.(για διαθήκη) αυτή που προσβάλλεται από τους κληρονόμους.επίρρ...εναντιωματικώς, -άμε τρόπο εναντιωματικό, αντιθετικά.
Dictionary of Greek. 2013.